Το συγκρότημα προστίθεται σε ένα γωνιακό οικόπεδο στο Ελληνικό όπου το μεγαλύτερο μέρος της κάλυψής του καταλαμβάνεται από υπάρχουσα κατοικία με πισίνα.
Τα κτίρια προορίζονται για οικονομική εκμετάλλευση και το κτιριολογικό πρόγραμμα περιλαμβάνει μεζονέτες με πισίνες στο ισόγειο, διαμερίσματα τριών υπνοδωματίων στο πρώτο και δεύτερο επίπεδο, ενώ στο τρίτο και τέταρτο επίπεδο αναπτύσσονται επίσης μεζονέτες με πισίνες, που εκμεταλλεύονται και το μεγαλύτερο τμήμα του δώματος.
Το συγκρότημα είναι πυκνοδομημένο, καθώς εκμεταλλεύεται το υπόλοιπο δόμησης από την παρακείμενη κατοικία. Ενώ αναπτύσσεται σε περιορισμένο τμήμα του οικόπεδου, ωστόσο βρίσκεται σε ένα περιβάλλον πολύ χαμηλής δόμησης και έχει τη δυνατότητα της ελεύθερης θέας σε όλα του τα επίπεδα. Αυτή η ιδιαιτερότητα του οικοπέδου καθορίζει τις βασικές αρχιτεκτονικές επιλογές.
Η σύνθεση των χώρων γίνεται συνεπώς από μέσα προς τα έξω με τη διάθεση της ενσωμάτωσης στην αρχιτεκτονική σύνθεση και των εξωστών, ώστε να ενοποιηθούν μέσα από την αρχιτεκτονική έκφραση οι εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι που συνθέτουν την καθημερινή εμπειρία.
Η χρήση μεγάλων ανοιγμάτων και η χαλαρή αντιμετώπιση του ορίου μεταξύ του μέσα και του έξω στις κατοικίες δημιουργεί μια μεταβατική περιοχή στεγασμένων χώρων κατοίκησης, που διαλέγονται με το δρόμο και την ανοιχτή θέα.
Τα ξύλινα κλοστρά τοποθετούνται σε χώρους όπου απαιτείται ημιδιαφάνεια, ενώ η χρήση του ανεπίχριστου οπλισμένου σκυροδέματος, ως κυρίαρχου στοιχείου διαμόρφωσης των κλειστών στοιχείων της όψης, συνάδει με την αυστηρότητα και την ειλικρίνεια της γεωμετρίας της αρχιτεκτονικής σύνθεσης.